- κιμηκίδες
- (cimicidae). Οικογένεια άπτερων εντόμων της υπόταξης των ετεροπτέρων. Πρόκειται για εκτοπαράσιτα, τα οποία συνήθως συναντώνται κοντά σε φωλιές και τρέφονται με το αίμα θηλαστικών και πουλιών. Ωστόσο, δεν διαβιούν επάνω στους ξενιστές τους, αλλά τρέφονται περιοδικά από αυτούς. Το κυριότερο γένος των κ. είναι ο κίμηξακανθοκόρις, γνωστό κυρίως με την ονομασία κοριός, ενώ η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει και τα κουνούπια.
Dictionary of Greek. 2013.